- τεφρῶδες
- τεφρώδηςlike ashesmasc/fem voc sgτεφρώδηςlike ashesneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σελήνη — (Αστρον.). Ο μοναδικός φυσικός δορυφόρος της Γης. Τα γενικά γνωρίσματα του ήταν γνωστά από την αρχαιότητα στους αστρονόμους, τα γεωλογικά όμως και φυσικά χαρακτηριστικά του μόλις τώρα αρχίζουν να αποκαλύπτονται με τα στοιχεία που πρόσφεραν οι… … Dictionary of Greek
τεφρόχρους — ουν, Ν 1. αυτός που έχει το χρώμα τής τέφρας, σταχτής 2. φρ. «τεφρόχρουν φως» αστρον. το τεφρώδες φως. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέφρα + χροος / χρους (< χρώς, χρωτός «χρώμα, επιδερμίδα»), πρβλ. πυρό χρους. Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Σ. Α.… … Dictionary of Greek
τεφρώδης — ες / τεφρώδης, ῶδες, ΝΑ [τέφρα] αυτός που μοιάζει κατά το χρώμα με την τέφρα, σταχτής νεοελλ. 1. γεμάτος τέφρα 2. φρ. «τεφρώδες φως» αστρον. το αμυδρό φως που φωτίζει το στραμμένο προς τη Γη τμήμα τού σκοτεινού ημισφαιρίου τής Σελήνης, κοντά στη… … Dictionary of Greek